- καταμελώ
- καταμελῶ, -έω (Α)1. αμελώ τελείως κάτι2. παραλείπω να πράξω κάτι3. αδιαφορώ εντελώς4. αφήνω από αμέλεια να καταστραφεί κάτι5. παθ. καταμελοῡμαι, -έομαιπαραμελούμαι από κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταμελῶ — καταμελέω give no heed to pres subj act 1st sg (attic epic doric) καταμελέω give no heed to pres ind act 1st sg (attic epic doric) καταμελέω give no heed to pres subj act 1st sg (attic epic doric) καταμελέω give no heed to pres ind act 1st sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)